Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀλαλαί
ἀλαλάω
ἀλαλή
ἀλάλημαι
ἀλαλητός
ἀλάλητος
ἄλαλκε
Ἀλαλκομενηΐς
Ἀλαλκτήριον
ἄλαλος
ἀλάλυγξ
ἀλαλύκτημαι
ἀλάμπετος
ἀλαμπής
ἀλαμπία
ἀλάομαι
ἀλαός
ἀλαοσκοπιά
ἀλαοτόκος
ἀλαόω
ἀλαπαδνός
View word page
ἀλάλυγξ
gulping, choking
ShortDef
gulping, choking
Debugging
Headword:
ἀλάλυγξ
Headword (normalized):
ἀλάλυγξ
Headword (normalized/stripped):
αλαλυγξ
IDX:
3389
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3390
Key:
Data
{'content': 'gulping, choking'}