Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπιλογεύω
ἐπιλογή
ἐπιλογίζομαι
ἐπιλογικός
ἐπιλόγιον
ἐπιλόγισμα
ἐπιλογισμός
ἐπιλογιστέον
ἐπιλογιστικός
ἐπίλογος
ἐπίλογχος
ἐπίλογχος2
ἐπιλοιβή
ἐπιλοιδορέω
ἐπιλοίμια
ἐπίλοιπος
ἐπιλοξόω
ἐπίλουτρον
ἐπιλούω
ἐπιλοχαγός
ἐπιλύζω
View word page
ἐπίλογχος
barbed
ShortDef
barbed
reserve candidate
Debugging
Headword:
ἐπίλογχος
Headword (normalized):
ἐπίλογχος
Headword (normalized/stripped):
επιλογχος
IDX:
33887
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-33888
Key:
Data
{'content': 'barbed'}