Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπιλόγεον
ἐπιλόγευσις
ἐπιλογεύω
ἐπιλογή
ἐπιλογίζομαι
ἐπιλογικός
ἐπιλόγιον
ἐπιλόγισμα
ἐπιλογισμός
ἐπιλογιστέον
ἐπιλογιστικός
ἐπίλογος
ἐπίλογχος
ἐπίλογχος2
ἐπιλοιβή
ἐπιλοιδορέω
ἐπιλοίμια
ἐπίλοιπος
ἐπιλοξόω
ἐπίλουτρον
ἐπιλούω
View word page
ἐπιλογιστικός
able to calculate

ShortDef

able to calculate

Debugging

Headword:
ἐπιλογιστικός
Headword (normalized):
ἐπιλογιστικός
Headword (normalized/stripped):
επιλογιστικος
IDX:
33885
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-33886
Key:

Data

{'content': 'able to calculate'}