Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπιλιχνεύω
ἐπιλλίζω
ἔπιλλος
ἐπιλλώπτω
ἐπιλοβίς
ἐπιλόγεον
ἐπιλόγευσις
ἐπιλογεύω
ἐπιλογή
ἐπιλογίζομαι
ἐπιλογικός
ἐπιλόγιον
ἐπιλόγισμα
ἐπιλογισμός
ἐπιλογιστέον
ἐπιλογιστικός
ἐπίλογος
ἐπίλογχος
ἐπίλογχος2
ἐπιλοιβή
ἐπιλοιδορέω
View word page
ἐπιλογικός
of, belonging to the epilogue
ShortDef
of, belonging to the epilogue
Debugging
Headword:
ἐπιλογικός
Headword (normalized):
ἐπιλογικός
Headword (normalized/stripped):
επιλογικος
IDX:
33880
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-33881
Key:
Data
{'content': 'of, belonging to the epilogue'}