Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀλαλαγμός
ἀλαλάζω
ἀλαλαί
ἀλαλάω
ἀλαλή
ἀλάλημαι
ἀλαλητός
ἀλάλητος
ἄλαλκε
Ἀλαλκομενηΐς
Ἀλαλκτήριον
ἄλαλος
ἀλάλυγξ
ἀλαλύκτημαι
ἀλάμπετος
ἀλαμπής
ἀλαμπία
ἀλάομαι
ἀλαός
ἀλαοσκοπιά
ἀλαοτόκος
View word page
Ἀλαλκτήριον
remedy

ShortDef

remedy

Debugging

Headword:
Ἀλαλκτήριον
Headword (normalized):
ἀλαλκτήριον
Headword (normalized/stripped):
αλαλκτηριον
IDX:
3387
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3388
Key:

Data

{'content': 'remedy'}