Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπίληπτος
ἐπιλήπτωρ
ἐπίλησις
ἐπιλησμονή
ἐπιλήσμων
ἐπιληψία
ἐπιλήψιμος
ἐπίληψις
ἐπιλίγδην
ἐπιλίζω
ἐπιλιμνάζομαι
Ἐπιλίμνιος
ἐπιλιμπάνω
ἐπιλινάω
ἐπιλινευτής
ἐπιλιπαίνω
ἐπιλιπαρέω
ἐπιλιπής
ἐπιλιπής2
ἐπιλιχνεύω
ἐπιλλίζω
View word page
ἐπιλιμνάζομαι
to be overflowed

ShortDef

to be overflowed

Debugging

Headword:
ἐπιλιμνάζομαι
Headword (normalized):
ἐπιλιμνάζομαι
Headword (normalized/stripped):
επιλιμναζομαι
IDX:
33861
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-33862
Key:

Data

{'content': 'to be overflowed'}