Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπιληπτίζω
ἐπιληπτικός
ἐπίληπτος
ἐπιλήπτωρ
ἐπίλησις
ἐπιλησμονή
ἐπιλήσμων
ἐπιληψία
ἐπιλήψιμος
ἐπίληψις
ἐπιλίγδην
ἐπιλίζω
ἐπιλιμνάζομαι
Ἐπιλίμνιος
ἐπιλιμπάνω
ἐπιλινάω
ἐπιλινευτής
ἐπιλιπαίνω
ἐπιλιπαρέω
ἐπιλιπής
ἐπιλιπής2
View word page
ἐπιλίγδην
grazing
ShortDef
grazing
Debugging
Headword:
ἐπιλίγδην
Headword (normalized):
ἐπιλίγδην
Headword (normalized/stripped):
επιλιγδην
IDX:
33859
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-33860
Key:
Data
{'content': 'grazing'}