Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπιληπτέον
ἐπιληπτίζω
ἐπιληπτικός
ἐπίληπτος
ἐπιλήπτωρ
ἐπίλησις
ἐπιλησμονή
ἐπιλήσμων
ἐπιληψία
ἐπιλήψιμος
ἐπίληψις
ἐπιλίγδην
ἐπιλίζω
ἐπιλιμνάζομαι
Ἐπιλίμνιος
ἐπιλιμπάνω
ἐπιλινάω
ἐπιλινευτής
ἐπιλιπαίνω
ἐπιλιπαρέω
ἐπιλιπής
View word page
ἐπίληψις
a seizing, seizure

ShortDef

a seizing, seizure

Debugging

Headword:
ἐπίληψις
Headword (normalized):
ἐπίληψις
Headword (normalized/stripped):
επιληψις
IDX:
33858
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-33859
Key:

Data

{'content': 'a seizing, seizure'}