Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπιληκυθίστρια
ἐπιλήνιος
ἐπιληπτέον
ἐπιληπτίζω
ἐπιληπτικός
ἐπίληπτος
ἐπιλήπτωρ
ἐπίλησις
ἐπιλησμονή
ἐπιλήσμων
ἐπιληψία
ἐπιλήψιμος
ἐπίληψις
ἐπιλίγδην
ἐπιλίζω
ἐπιλιμνάζομαι
Ἐπιλίμνιος
ἐπιλιμπάνω
ἐπιλινάω
ἐπιλινευτής
ἐπιλιπαίνω
View word page
ἐπιληψία
stoppage

ShortDef

stoppage

Debugging

Headword:
ἐπιληψία
Headword (normalized):
ἐπιληψία
Headword (normalized/stripped):
επιληψια
IDX:
33856
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-33857
Key:

Data

{'content': 'stoppage'}