Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπίλεγμα
ἐπιλέγω
ἐπιλείβω
ἐπιλειόω
ἐπιλείπω
ἐπιλείχω
ἐπίλειψις
ἐπιλεκτάρχης
ἐπιλεκτέον
ἐπιλέκτης
ἐπίλεκτος
ἐπιλελογισμένως
ἐπίλεξις
ἐπίλεπτος
ἐπιλεπτουργέω
ἐπιλεπτύνω
ἐπιλέπω
ἐπιλευκαίνω
ἐπιλευκία
ἐπίλευκος
ἐπιλεύσσω
View word page
ἐπίλεκτος
chosen, picked

ShortDef

chosen, picked

Debugging

Headword:
ἐπίλεκτος
Headword (normalized):
ἐπίλεκτος
Headword (normalized/stripped):
επιλεκτος
IDX:
33830
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-33831
Key:

Data

{'content': 'chosen, picked'}