Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀλάθητος
Ἁλαί
ἀλαίνω
ἀλαλά
ἀλαλαγή
ἀλάλαγμα
ἀλαλαγμός
ἀλαλάζω
ἀλαλαί
ἀλαλάω
ἀλαλή
ἀλάλημαι
ἀλαλητός
ἀλάλητος
ἄλαλκε
Ἀλαλκομενηΐς
Ἀλαλκτήριον
ἄλαλος
ἀλάλυγξ
ἀλαλύκτημαι
ἀλάμπετος
View word page
ἀλαλή
a loud cry
ShortDef
a loud cry
Debugging
Headword:
ἀλαλή
Headword (normalized):
ἀλαλή
Headword (normalized/stripped):
αλαλη
IDX:
3381
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3382
Key:
Data
{'content': 'a loud cry'}