Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀλαζονικός
ἀλαζονοχαυνοφλύαρος
ἀλαζών
ἀλαθής
ἀλάθητος
Ἁλαί
ἀλαίνω
ἀλαλά
ἀλαλαγή
ἀλάλαγμα
ἀλαλαγμός
ἀλαλάζω
ἀλαλαί
ἀλαλάω
ἀλαλή
ἀλάλημαι
ἀλαλητός
ἀλάλητος
ἄλαλκε
Ἀλαλκομενηΐς
Ἀλαλκτήριον
View word page
ἀλαλαγμός
loud noise

ShortDef

loud noise

Debugging

Headword:
ἀλαλαγμός
Headword (normalized):
ἀλαλαγμός
Headword (normalized/stripped):
αλαλαγμος
IDX:
3377
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3378
Key:

Data

{'content': 'loud noise'}