Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀλαζονεύομαι
ἀλαζονίας
ἀλαζονικός
ἀλαζονοχαυνοφλύαρος
ἀλαζών
ἀλαθής
ἀλάθητος
Ἁλαί
ἀλαίνω
ἀλαλά
ἀλαλαγή
ἀλάλαγμα
ἀλαλαγμός
ἀλαλάζω
ἀλαλαί
ἀλαλάω
ἀλαλή
ἀλάλημαι
ἀλαλητός
ἀλάλητος
ἄλαλκε
View word page
ἀλαλαγή
a shouting
ShortDef
a shouting
Debugging
Headword:
ἀλαλαγή
Headword (normalized):
ἀλαλαγή
Headword (normalized/stripped):
αλαλαγη
IDX:
3375
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3376
Key:
Data
{'content': 'a shouting'}