Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀλαζόνευμα
ἀλαζονεύομαι
ἀλαζονίας
ἀλαζονικός
ἀλαζονοχαυνοφλύαρος
ἀλαζών
ἀλαθής
ἀλάθητος
Ἁλαί
ἀλαίνω
ἀλαλά
ἀλαλαγή
ἀλάλαγμα
ἀλαλαγμός
ἀλαλάζω
ἀλαλαί
ἀλαλάω
ἀλαλή
ἀλάλημαι
ἀλαλητός
ἀλάλητος
View word page
ἀλαλά
wild cry

ShortDef

wild cry

Debugging

Headword:
ἀλαλά
Headword (normalized):
ἀλαλά
Headword (normalized/stripped):
αλαλα
IDX:
3374
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3375
Key:

Data

{'content': 'wild cry'}