Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπίκρουμα
ἐπίκρουσις
ἐπίκρουσμα
ἐπικρουστήριον
ἐπικρούστιον
ἐπικρούω
ἐπικρύπτω
ἐπίκρυφος
ἐπίκρυψις
ἐπικρώζω
ἐπικτάομαι
ἐπικτείνω
ἐπικτένιον
ἐπικτερεΐζω
ἐπίκτημα
ἐπικτηνίτης
ἐπίκτησις
ἐπικτητικός
ἐπίκτητος
ἐπικτίζω
ἐπικτόριον
View word page
ἐπικτάομαι
to gain

ShortDef

to gain

Debugging

Headword:
ἐπικτάομαι
Headword (normalized):
ἐπικτάομαι
Headword (normalized/stripped):
επικταομαι
IDX:
33740
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-33741
Key:

Data

{'content': 'to gain'}