Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀλαζονεία
ἀλαζόνευμα
ἀλαζονεύομαι
ἀλαζονίας
ἀλαζονικός
ἀλαζονοχαυνοφλύαρος
ἀλαζών
ἀλαθής
ἀλάθητος
Ἁλαί
ἀλαίνω
ἀλαλά
ἀλαλαγή
ἀλάλαγμα
ἀλαλαγμός
ἀλαλάζω
ἀλαλαί
ἀλαλάω
ἀλαλή
ἀλάλημαι
ἀλαλητός
View word page
ἀλαίνω
to wander about
ShortDef
to wander about
Debugging
Headword:
ἀλαίνω
Headword (normalized):
ἀλαίνω
Headword (normalized/stripped):
αλαινω
IDX:
3373
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3374
Key:
Data
{'content': 'to wander about'}