Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἀλάζειρ
ἀλαζονεία
ἀλαζόνευμα
ἀλαζονεύομαι
ἀλαζονίας
ἀλαζονικός
ἀλαζονοχαυνοφλύαρος
ἀλαζών
ἀλαθής
ἀλάθητος
Ἁλαί
ἀλαίνω
ἀλαλά
ἀλαλαγή
ἀλάλαγμα
ἀλαλαγμός
ἀλαλάζω
ἀλαλαί
ἀλαλάω
ἀλαλή
ἀλάλημαι
View word page
Ἁλαί
Halae

ShortDef

Halae

Debugging

Headword:
Ἁλαί
Headword (normalized):
ἁλαί
Headword (normalized/stripped):
αλαι
IDX:
3372
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3373
Key:

Data

{'content': 'Halae'}