Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπικός
ἐπικοσμέω
ἐπικόσμημα
ἐπικόσμησις
ἐπίκοτος
ἐπικοτταβίζω
Ἐπικούρειος
ἐπικουρέω
ἐπικούρημα
ἐπικούρησις
ἐπικουρία
ἐπικουρικός
ἐπικούριος
ἐπίκουρος
Ἐπίκουρος
ἐπικουφίζω
ἐπικουφισμός
ἐπικραδαίνω
ἐπικράζω
ἐπικραίνω
ἐπικρανίς
View word page
ἐπικουρία
aid, succour
ShortDef
aid, succour
Debugging
Headword:
ἐπικουρία
Headword (normalized):
ἐπικουρία
Headword (normalized/stripped):
επικουρια
IDX:
33685
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-33686
Key:
Data
{'content': 'aid, succour'}