Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπικοπρίζω
ἐπικόπτης
ἐπικόπτω
ἐπικορρίζω
ἐπικόρριστος
ἐπικορύσσομαι
ἐπικορύφωσις
ἐπικός
ἐπικοσμέω
ἐπικόσμημα
ἐπικόσμησις
ἐπίκοτος
ἐπικοτταβίζω
Ἐπικούρειος
ἐπικουρέω
ἐπικούρημα
ἐπικούρησις
ἐπικουρία
ἐπικουρικός
ἐπικούριος
ἐπίκουρος
View word page
ἐπικόσμησις
adornment, decoration

ShortDef

adornment, decoration

Debugging

Headword:
ἐπικόσμησις
Headword (normalized):
ἐπικόσμησις
Headword (normalized/stripped):
επικοσμησις
IDX:
33678
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-33679
Key:

Data

{'content': 'adornment, decoration'}