Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπικομψεύω
ἐπικονιάω
ἐπικόπανον
ἐπικοπάς
ἐπικοπή
ἐπίκοπος
ἐπικοπρίζω
ἐπικόπτης
ἐπικόπτω
ἐπικορρίζω
ἐπικόρριστος
ἐπικορύσσομαι
ἐπικορύφωσις
ἐπικός
ἐπικοσμέω
ἐπικόσμημα
ἐπικόσμησις
ἐπίκοτος
ἐπικοτταβίζω
Ἐπικούρειος
ἐπικουρέω
View word page
ἐπικόρριστος
with one’s ears boxed

ShortDef

with one’s ears boxed

Debugging

Headword:
ἐπικόρριστος
Headword (normalized):
ἐπικόρριστος
Headword (normalized/stripped):
επικορριστος
IDX:
33672
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-33673
Key:

Data

{'content': 'with one’s ears boxed'}