Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπικομπέω
ἐπικομψεύω
ἐπικονιάω
ἐπικόπανον
ἐπικοπάς
ἐπικοπή
ἐπίκοπος
ἐπικοπρίζω
ἐπικόπτης
ἐπικόπτω
ἐπικορρίζω
ἐπικόρριστος
ἐπικορύσσομαι
ἐπικορύφωσις
ἐπικός
ἐπικοσμέω
ἐπικόσμημα
ἐπικόσμησις
ἐπίκοτος
ἐπικοτταβίζω
Ἐπικούρειος
View word page
ἐπικορρίζω
strike

ShortDef

strike

Debugging

Headword:
ἐπικορρίζω
Headword (normalized):
ἐπικορρίζω
Headword (normalized/stripped):
επικορριζω
IDX:
33671
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-33672
Key:

Data

{'content': 'strike'}