Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπικομμόω
ἐπικομπάζω
ἐπικομπέω
ἐπικομψεύω
ἐπικονιάω
ἐπικόπανον
ἐπικοπάς
ἐπικοπή
ἐπίκοπος
ἐπικοπρίζω
ἐπικόπτης
ἐπικόπτω
ἐπικορρίζω
ἐπικόρριστος
ἐπικορύσσομαι
ἐπικορύφωσις
ἐπικός
ἐπικοσμέω
ἐπικόσμημα
ἐπικόσμησις
ἐπίκοτος
View word page
ἐπικόπτης
satirist, censor

ShortDef

satirist, censor

Debugging

Headword:
ἐπικόπτης
Headword (normalized):
ἐπικόπτης
Headword (normalized/stripped):
επικοπτης
IDX:
33669
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-33670
Key:

Data

{'content': 'satirist, censor'}