Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπικομίζω
ἐπικομμόω
ἐπικομπάζω
ἐπικομπέω
ἐπικομψεύω
ἐπικονιάω
ἐπικόπανον
ἐπικοπάς
ἐπικοπή
ἐπίκοπος
ἐπικοπρίζω
ἐπικόπτης
ἐπικόπτω
ἐπικορρίζω
ἐπικόρριστος
ἐπικορύσσομαι
ἐπικορύφωσις
ἐπικός
ἐπικοσμέω
ἐπικόσμημα
ἐπικόσμησις
View word page
ἐπικοπρίζω
manure

ShortDef

manure

Debugging

Headword:
ἐπικοπρίζω
Headword (normalized):
ἐπικοπρίζω
Headword (normalized/stripped):
επικοπριζω
IDX:
33668
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-33669
Key:

Data

{'content': 'manure'}