Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπικόλωνος
ἐπικομάω
ἐπικομίζω
ἐπικομμόω
ἐπικομπάζω
ἐπικομπέω
ἐπικομψεύω
ἐπικονιάω
ἐπικόπανον
ἐπικοπάς
ἐπικοπή
ἐπίκοπος
ἐπικοπρίζω
ἐπικόπτης
ἐπικόπτω
ἐπικορρίζω
ἐπικόρριστος
ἐπικορύσσομαι
ἐπικορύφωσις
ἐπικός
ἐπικοσμέω
View word page
ἐπικοπή
cutting
ShortDef
cutting
Debugging
Headword:
ἐπικοπή
Headword (normalized):
ἐπικοπή
Headword (normalized/stripped):
επικοπη
IDX:
33666
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-33667
Key:
Data
{'content': 'cutting'}