Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπικολάπτω
ἐπικολλαίνω
ἐπικόλλημα
ἐπικόλπιος
ἐπικολπόω
ἐπικόλωνος
ἐπικομάω
ἐπικομίζω
ἐπικομμόω
ἐπικομπάζω
ἐπικομπέω
ἐπικομψεύω
ἐπικονιάω
ἐπικόπανον
ἐπικοπάς
ἐπικοπή
ἐπίκοπος
ἐπικοπρίζω
ἐπικόπτης
ἐπικόπτω
ἐπικορρίζω
View word page
ἐπικομπέω
to boast of

ShortDef

to boast of

Debugging

Headword:
ἐπικομπέω
Headword (normalized):
ἐπικομπέω
Headword (normalized/stripped):
επικομπεω
IDX:
33661
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-33662
Key:

Data

{'content': 'to boast of'}