Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπικοίτιος
ἐπικοκκάστρια
ἐπικολάπτω
ἐπικολλαίνω
ἐπικόλλημα
ἐπικόλπιος
ἐπικολπόω
ἐπικόλωνος
ἐπικομάω
ἐπικομίζω
ἐπικομμόω
ἐπικομπάζω
ἐπικομπέω
ἐπικομψεύω
ἐπικονιάω
ἐπικόπανον
ἐπικοπάς
ἐπικοπή
ἐπίκοπος
ἐπικοπρίζω
ἐπικόπτης
View word page
ἐπικομμόω
adorn with cosmetics

ShortDef

adorn with cosmetics

Debugging

Headword:
ἐπικομμόω
Headword (normalized):
ἐπικομμόω
Headword (normalized/stripped):
επικομμοω
IDX:
33659
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-33660
Key:

Data

{'content': 'adorn with cosmetics'}