Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπικοιτέω
ἐπικοίτιος
ἐπικοκκάστρια
ἐπικολάπτω
ἐπικολλαίνω
ἐπικόλλημα
ἐπικόλπιος
ἐπικολπόω
ἐπικόλωνος
ἐπικομάω
ἐπικομίζω
ἐπικομμόω
ἐπικομπάζω
ἐπικομπέω
ἐπικομψεύω
ἐπικονιάω
ἐπικόπανον
ἐπικοπάς
ἐπικοπή
ἐπίκοπος
ἐπικοπρίζω
View word page
ἐπικομίζω
bring

ShortDef

bring

Debugging

Headword:
ἐπικομίζω
Headword (normalized):
ἐπικομίζω
Headword (normalized/stripped):
επικομιζω
IDX:
33658
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-33659
Key:

Data

{'content': 'bring'}