Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπικλινοπάλη
ἐπικλίντης
ἐπίκλιντρον
ἐπικλίνω
ἐπίκλισις
ἐπικλιτέον
ἐπικλονέω
ἐπικλοπίη
ἐπίκλοπος
ἐπικλύζω
ἐπίκλυσις
ἐπίκλυστος
ἐπικλυτός
ἐπικλύω
ἐπικλώθω
ἐπίκλωσις
ἐπίκλωσμα
ἐπικνάω
Ἐπικνημίδιοι
ἐπικνίζω
ἐπίκνισις
View word page
ἐπίκλυσις
an overflow, flood

ShortDef

an overflow, flood

Debugging

Headword:
ἐπίκλυσις
Headword (normalized):
ἐπίκλυσις
Headword (normalized/stripped):
επικλυσις
IDX:
33626
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-33627
Key:

Data

{'content': 'an overflow, flood'}