Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπικληρωτικοὶ
ἐπικληρωτός
ἐπίκλησις
ἐπίκλητος
ἐπικλιβάνιος
ἐπικλίνεια
ἐπικλινής
ἐπικλινοπάλη
ἐπικλίντης
ἐπίκλιντρον
ἐπικλίνω
ἐπίκλισις
ἐπικλιτέον
ἐπικλονέω
ἐπικλοπίη
ἐπίκλοπος
ἐπικλύζω
ἐπίκλυσις
ἐπίκλυστος
ἐπικλυτός
ἐπικλύω
View word page
ἐπικλίνω
to put

ShortDef

to put

Debugging

Headword:
ἐπικλίνω
Headword (normalized):
ἐπικλίνω
Headword (normalized/stripped):
επικλινω
IDX:
33619
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-33620
Key:

Data

{'content': 'to put'}