Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπικίνυμαι
ἐπικίρνημι
ἐπικιχλίδες
ἐπικίχρημι
ἐπικλάζω
ἐπικλαίω
ἐπίκλασμα
ἐπίκλαυτος
ἐπικλάω
ἐπικλεής
ἐπικλείω
ἐπικλείω2
ἐπικλῄζω
ἐπίκλημα
ἐπίκλην
ἐπικληρικός
ἐπίκληρος
ἐπικληρόω
ἐπικλήρωσις
ἐπικληρωτικοὶ
ἐπικληρωτός
View word page
ἐπικλείω
to shut to, close

ShortDef

to shut to, close
to extol, to name

Debugging

Headword:
ἐπικλείω
Headword (normalized):
ἐπικλείω
Headword (normalized/stripped):
επικλειω
IDX:
33600
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-33601
Key:

Data

{'content': 'to shut to, close'}