Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπικινδυνεύομαι
ἐπικίνδυνος
ἐπικινέω
ἐπικίνημα
ἐπικίνυμαι
ἐπικίρνημι
ἐπικιχλίδες
ἐπικίχρημι
ἐπικλάζω
ἐπικλαίω
ἐπίκλασμα
ἐπίκλαυτος
ἐπικλάω
ἐπικλεής
ἐπικλείω
ἐπικλείω2
ἐπικλῄζω
ἐπίκλημα
ἐπίκλην
ἐπικληρικός
ἐπίκληρος
View word page
ἐπίκλασμα
weakening

ShortDef

weakening

Debugging

Headword:
ἐπίκλασμα
Headword (normalized):
ἐπίκλασμα
Headword (normalized/stripped):
επικλασμα
IDX:
33596
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-33597
Key:

Data

{'content': 'weakening'}