Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπικίδναμαι
ἐπικίδνημι
ἐπικιθάρισμα
ἐπικινδυνεύομαι
ἐπικίνδυνος
ἐπικινέω
ἐπικίνημα
ἐπικίνυμαι
ἐπικίρνημι
ἐπικιχλίδες
ἐπικίχρημι
ἐπικλάζω
ἐπικλαίω
ἐπίκλασμα
ἐπίκλαυτος
ἐπικλάω
ἐπικλεής
ἐπικλείω
ἐπικλείω2
ἐπικλῄζω
ἐπίκλημα
View word page
ἐπικίχρημι
to lend

ShortDef

to lend

Debugging

Headword:
ἐπικίχρημι
Headword (normalized):
ἐπικίχρημι
Headword (normalized/stripped):
επικιχρημι
IDX:
33593
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-33594
Key:

Data

{'content': 'to lend'}