Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπικήρυγμα
ἐπικηρυκεία
ἐπικηρύκευμα
ἐπικηρυκεύομαι
ἐπικήρυκτος
ἐπικήρυξις
ἐπικηρύσσω
ἐπικίδναμαι
ἐπικίδνημι
ἐπικιθάρισμα
ἐπικινδυνεύομαι
ἐπικίνδυνος
ἐπικινέω
ἐπικίνημα
ἐπικίνυμαι
ἐπικίρνημι
ἐπικιχλίδες
ἐπικίχρημι
ἐπικλάζω
ἐπικλαίω
ἐπίκλασμα
View word page
ἐπικινδυνεύομαι
to be risked

ShortDef

to be risked

Debugging

Headword:
ἐπικινδυνεύομαι
Headword (normalized):
ἐπικινδυνεύομαι
Headword (normalized/stripped):
επικινδυνευομαι
IDX:
33586
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-33587
Key:

Data

{'content': 'to be risked'}