Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπικεφάλιον
ἐπικέφαλον
ἐπικηδεία
ἐπικήδειος
ἐπικηδεύω
ἐπικήδομαι
ἐπικηκάζω
ἐπικήκκαρος
ἐπικηραίνω
ἐπίκηρος
ἐπικηρόω
ἐπικήρυγμα
ἐπικηρυκεία
ἐπικηρύκευμα
ἐπικηρυκεύομαι
ἐπικήρυκτος
ἐπικήρυξις
ἐπικηρύσσω
ἐπικίδναμαι
ἐπικίδνημι
ἐπικιθάρισμα
View word page
ἐπικηρόω
wax over, rub with wax

ShortDef

wax over, rub with wax

Debugging

Headword:
ἐπικηρόω
Headword (normalized):
ἐπικηρόω
Headword (normalized/stripped):
επικηροω
IDX:
33575
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-33576
Key:

Data

{'content': 'wax over, rub with wax'}