Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπικερτόμημα
ἐπικέρτομος
ἐπικεύθω
ἐπικέφαλα
ἐπικεφάλαιος
ἐπικεφαλαιόω
ἐπικεφάλιον
ἐπικέφαλον
ἐπικηδεία
ἐπικήδειος
ἐπικηδεύω
ἐπικήδομαι
ἐπικηκάζω
ἐπικήκκαρος
ἐπικηραίνω
ἐπίκηρος
ἐπικηρόω
ἐπικήρυγμα
ἐπικηρυκεία
ἐπικηρύκευμα
ἐπικηρυκεύομαι
View word page
ἐπικηδεύω
form connexions
ShortDef
form connexions
Debugging
Headword:
ἐπικηδεύω
Headword (normalized):
ἐπικηδεύω
Headword (normalized/stripped):
επικηδευω
IDX:
33569
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-33570
Key:
Data
{'content': 'form connexions'}