Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀλαβαρχέω
ἀλαβαρχία
ἀλαβάστιον
ἀλαβαστοθήκη
ἀλάβαστος
ἀλαβαστρίνη
ἀλαβάστρινος
ἀλαβάστριον
ἀλαβαστρίτης
ἀλαβαστροειδής
ἀλαβαστροφόρος
ἀλαβαστρών
ἀλάβης
ἀλαβώδης
ἅλαδε
ἁλάδρομος
Ἀλάζειρ
ἀλαζονεία
ἀλαζόνευμα
ἀλαζονεύομαι
ἀλαζονίας
View word page
ἀλαβαστροφόρος
carrying vases

ShortDef

carrying vases

Debugging

Headword:
ἀλαβαστροφόρος
Headword (normalized):
ἀλαβαστροφόρος
Headword (normalized/stripped):
αλαβαστροφορος
IDX:
3356
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3357
Key:

Data

{'content': 'carrying vases'}