Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπικεράννυμι
ἐπικεραστικός
ἐπικερδαίνω
ἐπικέρδεια
ἐπικερδής
ἐπικέρδια
ἐπικέρδιον
ἐπικέρνης
ἐπικερτομέω
ἐπικερτόμημα
ἐπικέρτομος
ἐπικεύθω
ἐπικέφαλα
ἐπικεφάλαιος
ἐπικεφαλαιόω
ἐπικεφάλιον
ἐπικέφαλον
ἐπικηδεία
ἐπικήδειος
ἐπικηδεύω
ἐπικήδομαι
View word page
ἐπικέρτομος
mocking, cheating

ShortDef

mocking, cheating

Debugging

Headword:
ἐπικέρτομος
Headword (normalized):
ἐπικέρτομος
Headword (normalized/stripped):
επικερτομος
IDX:
33560
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-33561
Key:

Data

{'content': 'mocking, cheating'}