Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπικέντρωσις
ἐπικεράννυμι
ἐπικεραστικός
ἐπικερδαίνω
ἐπικέρδεια
ἐπικερδής
ἐπικέρδια
ἐπικέρδιον
ἐπικέρνης
ἐπικερτομέω
ἐπικερτόμημα
ἐπικέρτομος
ἐπικεύθω
ἐπικέφαλα
ἐπικεφάλαιος
ἐπικεφαλαιόω
ἐπικεφάλιον
ἐπικέφαλον
ἐπικηδεία
ἐπικήδειος
ἐπικηδεύω
View word page
ἐπικερτόμημα
sarcasm, taunt

ShortDef

sarcasm, taunt

Debugging

Headword:
ἐπικερτόμημα
Headword (normalized):
ἐπικερτόμημα
Headword (normalized/stripped):
επικερτομημα
IDX:
33559
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-33560
Key:

Data

{'content': 'sarcasm, taunt'}