Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπικελευστικός
ἐπικελεύω
ἐπικέλλω
ἐπικέλομαι
ἐπικεντρίζω
ἐπικεντρόομαι
ἐπίκεντρος
ἐπικέντρωσις
ἐπικεράννυμι
ἐπικεραστικός
ἐπικερδαίνω
ἐπικέρδεια
ἐπικερδής
ἐπικέρδια
ἐπικέρδιον
ἐπικέρνης
ἐπικερτομέω
ἐπικερτόμημα
ἐπικέρτομος
ἐπικεύθω
ἐπικέφαλα
View word page
ἐπικερδαίνω
to gain in addition

ShortDef

to gain in addition

Debugging

Headword:
ἐπικερδαίνω
Headword (normalized):
ἐπικερδαίνω
Headword (normalized/stripped):
επικερδαινω
IDX:
33552
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-33553
Key:

Data

{'content': 'to gain in addition'}