Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπικέλευσις
ἐπικελευστικός
ἐπικελεύω
ἐπικέλλω
ἐπικέλομαι
ἐπικεντρίζω
ἐπικεντρόομαι
ἐπίκεντρος
ἐπικέντρωσις
ἐπικεράννυμι
ἐπικεραστικός
ἐπικερδαίνω
ἐπικέρδεια
ἐπικερδής
ἐπικέρδια
ἐπικέρδιον
ἐπικέρνης
ἐπικερτομέω
ἐπικερτόμημα
ἐπικέρτομος
ἐπικεύθω
View word page
ἐπικεραστικός
tempering the humours

ShortDef

tempering the humours

Debugging

Headword:
ἐπικεραστικός
Headword (normalized):
ἐπικεραστικός
Headword (normalized/stripped):
επικεραστικος
IDX:
33551
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-33552
Key:

Data

{'content': 'tempering the humours'}