Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπικαχλάζω
ἐπίκειμαι
ἐπικείρω
ἐπικεκρυμμένως
ἐπικελαδέω
ἐπικέλευσις
ἐπικελευστικός
ἐπικελεύω
ἐπικέλλω
ἐπικέλομαι
ἐπικεντρίζω
ἐπικεντρόομαι
ἐπίκεντρος
ἐπικέντρωσις
ἐπικεράννυμι
ἐπικεραστικός
ἐπικερδαίνω
ἐπικέρδεια
ἐπικερδής
ἐπικέρδια
ἐπικέρδιον
View word page
ἐπικεντρίζω
to apply the spur

ShortDef

to apply the spur

Debugging

Headword:
ἐπικεντρίζω
Headword (normalized):
ἐπικεντρίζω
Headword (normalized/stripped):
επικεντριζω
IDX:
33546
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-33547
Key:

Data

{'content': 'to apply the spur'}