Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπικάτω
ἐπικαυλόφυλλος
ἐπίκαυμα
ἐπίκαυσις
ἐπικαυστέον
ἐπίκαυτος
ἐπικαχλάζω
ἐπίκειμαι
ἐπικείρω
ἐπικεκρυμμένως
ἐπικελαδέω
ἐπικέλευσις
ἐπικελευστικός
ἐπικελεύω
ἐπικέλλω
ἐπικέλομαι
ἐπικεντρίζω
ἐπικεντρόομαι
ἐπίκεντρος
ἐπικέντρωσις
ἐπικεράννυμι
View word page
ἐπικελαδέω
to shout to, shout in applause

ShortDef

to shout to, shout in applause

Debugging

Headword:
ἐπικελαδέω
Headword (normalized):
ἐπικελαδέω
Headword (normalized/stripped):
επικελαδεω
IDX:
33540
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-33541
Key:

Data

{'content': 'to shout to, shout in applause'}