Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄκων2
ἀκώνητος
ἄκωπος
ἄλαβα
ἀλαβαρχέω
ἀλαβαρχία
ἀλαβάστιον
ἀλαβαστοθήκη
ἀλάβαστος
ἀλαβαστρίνη
ἀλαβάστρινος
ἀλαβάστριον
ἀλαβαστρίτης
ἀλαβαστροειδής
ἀλαβαστροφόρος
ἀλαβαστρών
ἀλάβης
ἀλαβώδης
ἅλαδε
ἁλάδρομος
Ἀλάζειρ
View word page
ἀλαβάστρινος
of alabaster
ShortDef
of alabaster
Debugging
Headword:
ἀλαβάστρινος
Headword (normalized):
ἀλαβάστρινος
Headword (normalized/stripped):
αλαβαστρινος
IDX:
3352
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3353
Key:
Data
{'content': 'of alabaster'}