Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπικαταθέω
ἐπικαταθλάω
ἐπικαταιόνησις
ἐπικαταίρω
ἐπικατακαίω
ἐπικατακλάω
ἐπικατακλίνω
ἐπικατακλύζω
ἐπικατακοιμάομαι
ἐπικατακολουθέω
ἐπικαταλαμβάνω
ἐπικαταλείπω
ἐπικατάληψις
ἐπικαταλλαγή
ἐπικαταλύω
ἐπικαταμένω
ἐπικαταξύω
ἐπικαταπάσσω
ἐπικαταπηδάω
ἐπικαταπίμπρημι
ἐπικαταπίπτω
View word page
ἐπικαταλαμβάνω
to catch up, overtake

ShortDef

to catch up, overtake

Debugging

Headword:
ἐπικαταλαμβάνω
Headword (normalized):
ἐπικαταλαμβάνω
Headword (normalized/stripped):
επικαταλαμβανω
IDX:
33481
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-33482
Key:

Data

{'content': 'to catch up, overtake'}