Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄκωλος
ἀκώλυτος
ἀκώμαστος
ἀκωμῴδητος
ἄκων
ἄκων2
ἀκώνητος
ἄκωπος
ἄλαβα
ἀλαβαρχέω
ἀλαβαρχία
ἀλαβάστιον
ἀλαβαστοθήκη
ἀλάβαστος
ἀλαβαστρίνη
ἀλαβάστρινος
ἀλαβάστριον
ἀλαβαστρίτης
ἀλαβαστροειδής
ἀλαβαστροφόρος
ἀλαβαστρών
View word page
ἀλαβαρχία
office of ἀλαβάρχης

ShortDef

office of ἀλαβάρχης

Debugging

Headword:
ἀλαβαρχία
Headword (normalized):
ἀλαβαρχία
Headword (normalized/stripped):
αλαβαρχια
IDX:
3347
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3348
Key:

Data

{'content': 'office of ἀλαβάρχης'}