Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀκώλιστος
ἄκωλος
ἀκώλυτος
ἀκώμαστος
ἀκωμῴδητος
ἄκων
ἄκων2
ἀκώνητος
ἄκωπος
ἄλαβα
ἀλαβαρχέω
ἀλαβαρχία
ἀλαβάστιον
ἀλαβαστοθήκη
ἀλάβαστος
ἀλαβαστρίνη
ἀλαβάστρινος
ἀλαβάστριον
ἀλαβαστρίτης
ἀλαβαστροειδής
ἀλαβαστροφόρος
View word page
ἀλαβαρχέω
to be ἀλαβάρχης

ShortDef

to be ἀλαβάρχης

Debugging

Headword:
ἀλαβαρχέω
Headword (normalized):
ἀλαβαρχέω
Headword (normalized/stripped):
αλαβαρχεω
IDX:
3346
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3347
Key:

Data

{'content': 'to be ἀλαβάρχης'}