Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπικάρπιος
ἐπικαρπολογέομαι
ἐπίκαρπος
ἐπικάρσιος
Ἐπικάστη
ἐπικαταβαίνω
ἐπικαταβάλλω
ἐπικαταβολή
ἐπικατάγνυμαι
ἐπικατάγω
ἐπικαταδαρθάνω
ἐπικαταδεσμέω
ἐπικαταδέω
ἐπικαταδύνω
ἐπικατάδυσις
ἐπικαταθέω
ἐπικαταθλάω
ἐπικαταιόνησις
ἐπικαταίρω
ἐπικατακαίω
ἐπικατακλάω
View word page
ἐπικαταδαρθάνω
to fall asleep afterwards

ShortDef

to fall asleep afterwards

Debugging

Headword:
ἐπικαταδαρθάνω
Headword (normalized):
ἐπικαταδαρθάνω
Headword (normalized/stripped):
επικαταδαρθανω
IDX:
33466
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-33467
Key:

Data

{'content': 'to fall asleep afterwards'}