Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπικαρπίδιος
ἐπικαρπίζομαι
ἐπικάρπιος
ἐπικαρπολογέομαι
ἐπίκαρπος
ἐπικάρσιος
Ἐπικάστη
ἐπικαταβαίνω
ἐπικαταβάλλω
ἐπικαταβολή
ἐπικατάγνυμαι
ἐπικατάγω
ἐπικαταδαρθάνω
ἐπικαταδεσμέω
ἐπικαταδέω
ἐπικαταδύνω
ἐπικατάδυσις
ἐπικαταθέω
ἐπικαταθλάω
ἐπικαταιόνησις
ἐπικαταίρω
View word page
ἐπικατάγνυμαι
to be broken upon

ShortDef

to be broken upon

Debugging

Headword:
ἐπικατάγνυμαι
Headword (normalized):
ἐπικατάγνυμαι
Headword (normalized/stripped):
επικαταγνυμαι
IDX:
33464
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-33465
Key:

Data

{'content': 'to be broken upon'}