Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπίκαρ
ἐπικαρπία
ἐπικαρπίδιος
ἐπικαρπίζομαι
ἐπικάρπιος
ἐπικαρπολογέομαι
ἐπίκαρπος
ἐπικάρσιος
Ἐπικάστη
ἐπικαταβαίνω
ἐπικαταβάλλω
ἐπικαταβολή
ἐπικατάγνυμαι
ἐπικατάγω
ἐπικαταδαρθάνω
ἐπικαταδεσμέω
ἐπικαταδέω
ἐπικαταδύνω
ἐπικατάδυσις
ἐπικαταθέω
ἐπικαταθλάω
View word page
ἐπικαταβάλλω
to let fall down at

ShortDef

to let fall down at

Debugging

Headword:
ἐπικαταβάλλω
Headword (normalized):
ἐπικαταβάλλω
Headword (normalized/stripped):
επικαταβαλλω
IDX:
33462
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-33463
Key:

Data

{'content': 'to let fall down at'}