Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀκωκή
ἀκώλιστος
ἄκωλος
ἀκώλυτος
ἀκώμαστος
ἀκωμῴδητος
ἄκων
ἄκων2
ἀκώνητος
ἄκωπος
ἄλαβα
ἀλαβαρχέω
ἀλαβαρχία
ἀλαβάστιον
ἀλαβαστοθήκη
ἀλάβαστος
ἀλαβαστρίνη
ἀλαβάστρινος
ἀλαβάστριον
ἀλαβαστρίτης
ἀλαβαστροειδής
View word page
ἄλαβα
ink
ShortDef
ink
Debugging
Headword:
ἄλαβα
Headword (normalized):
ἄλαβα
Headword (normalized/stripped):
αλαβα
IDX:
3345
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3346
Key:
Data
{'content': 'ink'}